- βάρδιστος
- βάρδιστος: see βραδύς.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
βάρδιστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρδύτεροι — βάρδιστος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρδισται — βάρδιστος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρδιστοι — βάρδιστος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)